Όταν σκέφτομαι τους Έλληνες στην ξενιτιά μου έρχεται στο μυαλό η ταινία “Γάμος αλά Ελληνικά”. Έχουμε μια υπερβολή όταν πρόκειται για την πατρίδα μας. Ειδικά στην ξενιτιά μας πιάνει μια έντονη τάση να υπερασπιστούμε τα εθνικά ιδεώδη. Εντάξει δεν είναι εθνικισμός. Φιλοπατρία θα το πω. Μας αρέσει που είμαστε Έλληνες. Νιώθουμε ξεχωριστοί. Είμαστε υπερήφανοι για τις ρίζες μας. Και ας είναι αυτή η χώρα που μας ανάγκασε να φύγουμε μακριά για να αναζητήσουμε καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας. Γιατί αλήθεια τώρα: Ποιος Έλληνας θα έφευγε από τη μαγευτική αυτή χώρα αν είχε εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον; Κανένας.
Ουδέν σχόλιον.
Για να γυρίσω σε αυτούς που φεύγουν, οι Έλληνες νιώθουν Έλληνες σε όποιο σημείο του κόσμου και αν βρίσκονται. Και όταν τελικά φεύγουν, ανακαλύπτουν τις δυνάμεις τους και συνήθως διαπρέπουν σε ό,τι κάνουν. Επίσης έχουν μια τάση να δημιουργούν συλλόγους, να μοιράζονται, να μαζεύονται, να οργανώνουν ελληνικές βραδιές. Τους αρέσει να ψάχνουν για ελληνικά προϊόντα όπως το αγνό παρθένο ελαιόλαδο, το ελληνικό στραγγιστό γιαούρτι ή η φέτα. Όσο ζούσαν στην Ελλάδα μπορεί να μη τα εκτιμούσαν γιατί τα είχαν σε αφθονία. Στο εξωτερικό πάντως τα ψάχνουν απεγνωσμένα. Και για του λόγου το αληθές αν κάποιος έρχεται να τους επισκεφθεί του ζητάνε να βάλει στις αποσκευές ένα μπουκάλι λάδι ή μια σακούλα παξιμάδια Κρήτης… Ποιος ξενιτεμένος δε λαχτάρησε σουβλάκι;
Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Αγάπη και πόνος. Νοσταλγία αλλά και δύναμη. Ελευθερία. Που δεν είσαι πια δέσμιος μιας πατρίδας που δεν σου δίνει τα απαραίτητα για να ζεις αξιοπρεπώς. Αγωνία για το αν θα τα καταφέρεις στην καινούρια προσπάθεια. Είναι ρίσκο το άγνωστο. Φεύγεις από την αγκαλιά της μαμάς. Δεν έχεις καμία βοήθεια. Είσαι κάποιος ανάμεσα στο πλήθος. Μαθαίνεις να ζεις με όλους. Να τους σέβεσαι. Να ακολουθείς τους κανόνες τους. Να πειθαρχείς. Δεν είσαι προστατευμένος. Και προσπαθείς. Να βρεις τα δικά σου αγαπημένα στοιχεία στη νέα πραγματικότητα, στη νέα ζωή που ξεκινάς.
Και μετά, ο καιρός περνάει και όλα γίνονται πιο εύκολα. Μαθαίνεις να ζεις έτσι. Φτιάχνεις την καθημερινότητά σου. Μαθαίνεις να συμβιβάζεσαι. Να υποχωρείς. Να συγχωρείς. Να απομονώνεσαι. Να ζεις με τη μοναξιά. Να κάνεις νέους φίλους. Όχι απαραίτητα Έλληνες. Και μαθαίνεις να αγαπάς αυτή τη διαφορετικότητα. Να αναμιγνύεσαι με το πλήθος και να ξεχωρίζεις. Γιατί είσαι Έλληνας. Και ναι, τελικά έχεις μια ευκαιρία να αποδείξεις ότι τα γονίδια των αρχαίων Ελλήνων υπάρχουν. Είναι στο DNA σου. Δε μπορεί να εξαφανίστηκαν έτσι. Είσαι πιο έξυπνος. Παραδέξου το. Το νιώθεις άλλωστε όταν βρίσκεσαι σε ομάδες με άλλους. Ξεχωρίζεις. Είσαι Έλληνας γαμώτο.
Και είναι αυτή η φλόγα που καίει στην καρδιά του Έλληνα και δε μπορεί να σβήσει έτσι απλά. Είναι τα βιώματα. Είναι το πώς μεγάλωσε. Είναι που νιώθει περήφανος παρόλο που η πατρίδα του τον ανάγκασε να ξενιτευτεί. Την αγαπάει την Ελλάδα ο Έλληνας. Την πονάει. Και ας τη βλέπει πια μόνο τα καλοκαίρια. Και ας θλίβεται που βλέπει την κατάντια της. Πάντα ελπίζει πως θα γυρίσει. Και θα είναι όλα ανθισμένα και λαμπερά όπως τα έχει φανταστεί στο μυαλό του. Όπως όλα όσα έζησε στα ανέμελα παιδικά του χρόνια, παίζοντας στη θάλασσα με τα κουβαδάκια και τρώγοντας γεμιστά που μόλις βγήκαν από το φούρνο μαζί με ένα κομμάτι βαρελίσια φέτα και μία φρατζόλα αχνιστό ψωμί, ξέρετε εσείς…