Eίναι η δεύτερη φορά στη ζωή μου που ζω στο εξωτερικό. Η πρώτη ήταν πριν από 10 χρόνια, το 2006, όταν έφυγα από την Ελλάδα με one way ticket με προορισμό το Λονδίνο για να κάνω το μεταπτυχιακό μου. Ναι, σε μία βαλίτσα χωράνε τα όνειρα ενός ανθρώπου που θέλει να πετύχει και να ανελιχθεί. Που θέλει να ξεχωρίσει και να δείξει τις ικανότητές του. Που φεύγει για να επενδύσει στο μέλλον του, να γυρίσει στη χώρα του με γνώσεις, με πτυχία και εφόδια για να έχει μια καλύτερη τύχη και μια αξιοπρεπή δουλειά.
Τότε ήμουν φοιτήτρια. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου με άριστα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έφευγα με τις καλύτερες προδιαγραφές από μια Ελλάδα που είχε ακόμα αρκετά να δώσει στους νέους ανθρώπους. Η κρίση δεν υπήρχε, ούτε διαφαινόταν κάτι στον ορίζοντα. Χρήματα υπήρχαν. Οι γονείς μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για σπουδές. Ακόμα υπήρχε ευμάρεια και οι Έλληνες δεν φαντάζονταν ούτε στο πιο τρελό τους όνειρο αυτά που θα ακολουθούσαν.
Γύρισα δύο χρόνια αργότερα, το 2008 και βρήκα την Ελλάδα ελαφρώς αλλαγμένη. Ή μάλλον εγώ ήμουν αλλαγμένη από την εμπειρία μου σε μία από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου. Δουλειές ακόμα υπήρχαν. Βρήκα την πρώτη μου δουλειά σε χρόνο dt το καλοκαίρι του 2008. Ήταν στο περιοδικό free του ΔΟΛ (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη) με πρώτο μισθό 800 ευρώ. Μου φάνηκαν λίγα για τις γνώσεις και τα μεταπτυχιακά μου. Ωστόσο είπα, δεν πειράζει αρχή είναι ακόμα. Μέσα σε ένα μήνα έπιασα δουλειά και στο περιοδικό Cosmopolitan. Mε μπλοκάκι. Έπαιρνα για 2 άρθρα το μήνα 650 ευρώ. Στο μπλοκάκι τότε έπαιρνες επιστροφή (!!!) από την εφορία στο τέλος του χρόνου όταν κατέθετες τη φορολογική δήλωση. Η ζωή μου κυλούσε όμορφα, ήμουν 25 ετών και τα όνειρα μεγάλα. Θα γινόμουν μεγάλη δημοσιογράφος και θα κατάφερνα να αρθρογραφώ στα καλύτερα περιοδικά της χώρας. Θα έκανα ραδιόφωνο και ίσως τηλεόραση. Ένιωθα δυνατή.
Και όμως η περίοδος αυτή ήταν η νηνεμία πριν την καταιγίδα. Η κρίση ήταν προ των πυλών και ακόμα δεν είχαμε καταλάβει τίποτα. Ο χώρος των media ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν τι σημαίνει “κρίση”. Από το 2009 περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνα άρχισαν να καταρρέουν το ένα πίσω από το άλλο. Ολόκληροι όμιλοι έβαζαν λουκέτο πετώντας στο δρόμο τους εργαζόμενους. Συγχωνεύσεις, εξαγορές και χρέη. Χρέη. Παντού όλοι χρωστούσαν. Έκλεισαν κανάλια, άρχισαν οι περικοπές, οι απολύσεις, οι μέρες που δεν πληρωνόμασταν. Οι μέρες έγιναν μήνες. Ανασφάλεια. Ξυπνούσες το πρωί και δεν ήξερες αν θα είχες δουλειά το μεσημέρι.
Ευτυχώς εγώ ήμουν από τις τυχερές. Το Free πουλήθηκε σε ένα βράδυ και το Cosmopolitan έκοψε όλους τους εξωτερικούς συνεργάτες. Ωστόσο είχα πάρει μεταγραφή ήδη για ένα κανάλι. Ήμουν προς το παρόν ασφαλής. Με δουλειά. Τα χρήματα βέβαια ήταν λιγότερα. Αλλά ΟΚ. Συμβιβάζεσαι. Έχουμε κρίση.
Κάπως έτσι πέρασαν άλλα 4 χρόνια. Μέσα στην ανασφάλεια. Προοπτική ανέλιξης μηδενική. Οι φίλοι μου οι περισσότεροι απολυμένοι. Άλλοι να κάνουν άσχετες δουλειές για την επιβίωση. Εμείς που είχαμε δουλειά κάθε μέρα ακούγαμε για νέες περικοπές. Ο μισθός μισός. Και τότε κάπου άρχισαν τα έναντι. Έμπαινε ο μήνας και ήμασταν με 200 ευρώ. Εντάξει. Εγώ δεν είχα ακόμα οικογένεια. Οι άλλοι; Δηλαδή, ο άλλος που ήταν πατέρας και είχε 2 παιδιά τι να κάνει με 200 ευρώ; Και περνούσαν οι μήνες και όλοι μας έλεγαν κάντε υπομονή είναι δύσκολη η κατάσταση.
Το 2012 το κανάλι χρεοκόπησε. Και έβαλε λουκέτο. Δε θέλω να σας πω πόσα χρήματα μας χρωστάνε. Η αγορά εργασίας νεκρή. Πού να βρεις δουλειά το 2012 στην Ελλάδα; Όλοι σιωπηλοί και με το φόβο ζωγραφισμένο στο βλέμμα τους. Το θυμάμαι αυτό το βλέμμα της απογοήτευσης. Χωρίς ελπίδα. Χωρίς όνειρα. Απλά να περιμένεις να περάσει η επόμενη μέρα. Να αφήνεις το σπίτι σου γιατί δεν έχεις χρήματα για το νοίκι και να γυρνάς στο πατρικό. Τραγικό. Να μένεις με τη μάνα σου 30 χρονών. Εσύ που είχες φύγει από τα 20. Και έκανες τη ζωή σου χωρίς να δίνεις αναφορά σε κανέναν. Και πόσα να σου δώσει αυτή η δόλια η μάνα; Στην καλύτερη της έχουν πετσοκόψει τη σύνταξη. Στη χειρότερη έχει βγει στην αγορά εργασίας και κάνει ό,τι δουλειά βρει για να καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειο για το σπίτι.
Ακόμα και τότε δεν το έβαλα κάτω. Ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα εστιατόριο για να έχω έναν μισθό. Κερδοφόρα η δουλειά του σερβιτόρου σε καλό εστιατόριο. Είχε καλά tips. Την είχα παρεξηγήσει. Το καλοκαίρι του 2013 έφυγα για Μύκονο. Δούλεψα σεζόν. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πολλή κούραση αλλά καλά χρήματα.
Για δουλειά στον τομέα μου ούτε λόγος. Έψαχνα αλλά όλα ήταν νεκρά. “Έλα να κάνεις ραδιόφωνο”. Θα πληρωθείς με ποσοστά αν φέρεις χορηγό. Α ναι. Ωραία να βρω ένα χορηγό να σας δίνει 1000 ευρώ και να παίρνω 100 εγώ. Και πού ακριβώς να τον βρω τον χορηγό; Ποιος θα δώσει χρήματα αυτή την περίοδο για διαφήμιση στα media που καταρρέουν; Πολλοί συνάδελφοι το έκαναν. Εγώ το θεωρούσα απαράδεκτο να δουλεύεις χωρίς να αμείβεσαι. Ακόμα και τώρα το ίδιο πιστεύω.
Συνέχισα με δουλειές από δω και από κει. Χωρίς συγκεκριμένη πορεία. Χωρίς να ξέρω τι θα συμβεί. Μέχρι και στο “Γρηγόρης μικρογεύματα” δούλεψα. Έμαθα να φτιάχνω υπέροχα σάντουιτς και καφέδες. Μισθός 400 ευρώ. Ωραίες εμπειρίες να δουλεύεις σε διαφορετικές δουλειές και να γίνεσαι καλός σε όλες. Είναι πραγματική πρόκληση. Αλλά για πόσο; Δε σε γεμίζουν. Θες να δημιουργήσεις. Να κάνεις κάτι να νιώθεις σημαντικός.
Πέρασαν άλλα 2 χρόνια, παντρεύτηκα, γέννησα τη μικρούλα μας και η ζωή κυλούσε ήρεμα. Η κατάσταση είχε κάπως σταθεροποιηθεί. Είχαμε συμβιβαστεί με αυτή τη μιζέρια. Όλοι γκρίνιαζαν για τα χρήματα αλλά εμείς περνούσαμε καλά και με λίγα. Στην τελική ανακαλύπτεις νέους τρόπους να περνάς καλά χωρίς να ξοδεύεις όπως παλιά. Όμως είχαμε κουραστεί. Κυρίως από το άδειο βλέμμα των ανθρώπων γύρω μας. Από τη στασιμότητα. Από την έλλειψη ενέργειας. Κανένας δε σου έλεγε ότι είναι καλά. Στη δουλειά εκμετάλλευση. Τα 12ωρα πήγαιναν σύννεφο. Εξάντληση. Οι εταιρίες δεν έδιναν τα bonus. Σε άφηναν να δουλεύεις μεχρι το τελικό burn out και αλίμονο αν τολμούσες να παραπονεθείς. Η θέση σου έτρεμε. Τόσοι άνεργοι εκεί έξω θα έκαναν να πάντα για να είναι στη θέση σου και εσύ; Τολμάς να μιλάς; Ε όχι. Αυτό παραπάει.
Όταν ο άντρας μου παραιτήθηκε από γνωστή πολυεθνική με υψηλόβαθμη θέση και πολύ καλό μισθό για τα δεδομένα της εποχής, όλοι τον κοίταζαν και απορούσαν. Μα καλά είσαι τρελός; Πού θα πας; Τι θα κάνεις; Είναι δυνατόν εν καιρώ κρίσης παίρνεις τέτοιο ρίσκο; Έπεσαν όλοι επάνω μας να μας αλλάξουν γνώμη. Φόβος. Δεν υπάρχει χειρότερος σύμβουλος από το φόβο. Φόβος μη τυχόν και αποτύχεις. Φόβος μήπως και χάσεις τη βολή σου. Φόβος να βγεις από το comfort zone. Φόβος να τολμήσεις. Φόβος να ρισκάρεις. Φόβος να ονειρευτείς. Φόβος να παλέψεις. Κάτσε εκεί. Σαν πεθαμένος. Να περιμένεις τη μοίρα. Να λες πω πω κρίση. Τι να κάνουμε. Το σταυρό μας κάνουμε που έχουμε δουλειά.
Όχι. Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκα. Και αν δεν μπορώ να τη ζήσω στην Ελλάδα θα τη ζήσω στα Εμιράτα. Και όπου αλλού με σέβονται. Αφού η χώρα μου θεωρεί ότι μπορώ να ζήσω με 400 ευρώ και να λέω και ευχαριστώ εγώ φεύγω. Και φεύγω δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά με οικογένεια. Και με ένα παιδί. Με τις βαλίτσες γεμάτες ελπίδες και όνειρα. Γιατί θέλω για αυτή την οικογένεια να κάνω το λιγότερο αυτά που έκαναν οι γονείς μου για μένα. Γιατί θέλω να μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου όσα μπορώ για να έχουν εφόδια για τη ζωή τους. Να έχουν γνώσεις. Να μάθουν να ζουν με αξιοπρέπεια. Να μη δέχονται τον εξευτελισμό. Να τολμούν. Να ονειρεύονται. Να μη φοβούνται. Να παλεύουν. Εγώ ονειρεύτηκα μια άλλη ζωή. Γι αυτό και στη βαλίτσα μου αυτή τη φορά έβαλα αυτά τα όνειρα και πήγα στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτή τη φορά με προορισμό το Αbu Dhabi. Πάλι one way ticket.